αβατικός

αβατικός
Αυτός που δεν έχει βατ (μονάδα ισχύος στη φυσική), δηλαδή εκείνος που δεν διαθέτει ισχύ. Ο όρος χρησιμοποιείται στον ηλεκτρισμό, όπου γίνεται λόγος για α. ρεύμα. Α. ρεύμα συναντούμε σε όσα κυκλώματα εναλλασσόμενου ρεύματος δεν έχουν ωμική αντίσταση. Αλλά η απουσία ωμικής αντίστασης είναι καθαρά θεωρητική, αφού δεν υπάρχουν, πραγματικά, κυκλώματα χωρίς ωμική αντίσταση. Στην ηλεκτροτεχνία, όμως, διακρίνουμε βατική και α. συνιστώσα του εναλλασσόμενου ρεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”